ψωνίζομαι

ψωνίζομαι
tavlanmak (argo)

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψωνίζομαι — ψωνίζομαι, ψωνίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: ψωνίζομαι : με την ειδική έννοια → (για πόρνη κτλ.) ψάχνω να βρω πελάτη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”